- αηδονολαλώ
- 1. τραγουδώ γλυκά σαν αηδόνι, γλυκολαλώ2. (ειρωνικά) φλυαρώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αηδόνι + λαλώ.ΠΑΡ. αηδονολάλημα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αηδονολαλώ — ησα, κελαδώ σαν αηδόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αηδονολάλημα — το [αηδονολαλώ] 1. κελάηδημα αηδονιού 2. γλυκό τραγούδι 3. στον πληθ. φλυαρίες … Dictionary of Greek
αηδονολαλούσα — η 1. αυτή που έχει γλυκιά φωνή σαν τού αηδονιού («η κιθάρα μου η αηδονολαλούσα») 2. (ειρωνικά) γυναίκα φλύαρη και ψεύτρα ή με γλώσσα χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετοχή τού αηδονολαλώ σε χρήση επιθέτου] … Dictionary of Greek
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek